σορτς

σορτς
το
άκλ. (λ. αγγλ.), κοντό πανταλόνι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σορτ — και σορτς, το, Ν άκλ. κοντό παντελόνι που αφήνει ακάλυπτο όλο το πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. short «κοντός». Ο τ. σορτς από τον πληθ. shorts] …   Dictionary of Greek

  • σορτάκι — και σορτσάκι, το, Ν [σορτ / σορτς] μικρό σορτ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”